καμπτήρας — ο αυτός που κάμπτει κάτι: Οι μύες αυτοί λέγονται καμπτήρες, γιατί με τη συστολή τους λυγίζουν τα μέλη του σώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμπτῆρας — καμπτήρ bend masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχίονας — Στον όρο αυτό αντιστοιχούν γενικά οι ανατομικές περιοχές του κυρίως β., του αγκώνα και του αντιβραχίονα, που μαζί με τον ώμο, τον καρπό και το ακράχερο αποτελούν το άνω άκρο. Στον κυρίως β., ο σκελετός του οποίου αποτελείται από το βραχιόνιο οστό … Dictionary of Greek
META — in Circo, creta erat et terminus, in quo currendi finem faciebant quadrigae et palmam accipiebant: Victoriae nota, Solino, c. 47. quod solae victrices quadrigae, quae metam septimo circumagere anticipâssent, eousque decurrebant praemium… … Hofmann J. Lexicon universale
SPATIA — in Circo olim dicta, quas metas, curricula, vias alias Latini, κύκλους, διαύλους, ςτάδια, καμπτῆρας Graeci dixêre; cuiusmodi septem fuisse, tot enim vicibus meta peragenda erat, supra vidimus. Antiochensis Ioannes etiam in Graecam vocem… … Hofmann J. Lexicon universale
καμπτή — καμπτή, ἡ (Α) [κάμπτω] καμπτήρας, καμπή … Dictionary of Greek
καμπτήρ — καμπτήρ, ὁ (AM) βλ. καμπτήρας … Dictionary of Greek
καμπτός — ή, ὁ (Α καμπτός, ή, όν) [κάμπτω] αυτός που μπορεί να καμφθεί, εύκαμπτος, ευλύγιστος αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ καμπτός α) καμπτήρας* β) πτέρυγα, πλευρό … Dictionary of Greek
τέρμα — το, ΝΜΑ 1. το τελικό σημείο ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει κανείς ή περατώνεται κάτι, τέλος, πέρας (α. «τέρμα οδού» β. «τέρμα τού καλοκαιριού» γ. «οἶσθα γὰρ εὖ περί τέρμαθ ἑλισσέμεν», Ομ. Ιλ. δ. «τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος», Αισχύλ.… … Dictionary of Greek
χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… … Dictionary of Greek